θροῶ

θροῶ
θροέω
cry aloud
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
θροέω
cry aloud
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] …   Dictionary of Greek

  • θρόῳ — θράζω fut opt act 3rd sg (epic) θρόος noise masc dat sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθροώ — ἐνθροῶ, έω (Μ) [θροῶ] 1. θροώ, θορυβώ 2. παθ. ταράσσομαι, θορυβούμαι («τοῡ τε βασιλέως ἐνθροηθέντος», Ιωσ. Γενέσ.) …   Dictionary of Greek

  • θροΐζω — (ΑΜ θροώ, έω, Μ και θροΐζω) 1. προκαλώ θρόισμα, ψιθυρίζω, κάνω σούσουρο 2. μέσ. θροΐζομαι φοβούμαι, ταράσσομαι νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θροϊσμένος, η, ο τρομαγμένος μσν. θορυβώ, ταράζω αρχ. 1. φωνάζω δυνατά 2. θορυβώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • διαθροώ — διαθροῶ ( έω) (Α) [θροώ] διασπείρω, διαδίδω …   Dictionary of Greek

  • επεγχέω — ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM) 1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.) 2. (απλώς) χύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»] …   Dictionary of Greek

  • θρόησις — θρόησις, εως, ἡ (Α) [θροώ] 1. έκπληξη 2. φόβος …   Dictionary of Greek

  • καταθροώ — καταθροῶ, έω (AM) καταθορυβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θροῶ «θορυβῶ, θροΐζω» (< θροῦς)] …   Dictionary of Greek

  • προσθροώ — έω, Α καλώ κάποιον με το όνομά του, προσφωνώ, προσαγορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θροῶ «μιλώ με δυνατή φωνή, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”